5.5.2025 15:31

Δυο….. ξοβεργομπερδέματα !

(Με Χιώτικη ντοπιολαλιά.)

- Ε καπετάν Γιώργη, καλάστενε; Έομενε χρόνια και ζαμάνια α σας δούμενε. Ίντα κάμνει η κυρά Αργυρώ και τα παιδιά σας;

- Βρε καλώστονε τον φίλο μου τον μαστρο Μαθιό. Καλά μεστενε όλοι δόξα τω Θεώ. Έλα α κάτσομενε εδωνά κάτω απέ την παχειά δροσιά της τσικουδιάς, α πούμενε και τίποτις αφ' τα παλιά. Να έδωνα κάθομαι αφ' τα χαράματα και μάλιστα κρύβγομαι και κομμάτι γιατί φυλάω τα οξόβεργα. Ξέρεις ε, οι βρωμόγατες άμα δουνε πουλί και πιαστεί, σαρτάρουνε σαν τον τίγρη και τ’ αρπούνε. Ύστερις άμα δεν τις φυλάγω, ίντα α βάλομενε στην πυροστιά α φάμενε;

- Καλά κάμνεις καπετά Γιώργη, ε μ' εδευτά που μου λες α κάτσω, α σου πω μιαν παλιά ιστορία με τα ξόβεργα και το πάθημά μου. Η μάνα μου, Θεός σχωρέστηνε, είχενε μεγάλο κοτέτσι κι ήπιανενε μπόλικα αυγά κάθε μέρα. Είχενε και μένα κοπελούδι ως δέκα –δώδεκα χρονώ, α κουβαλώ τ΄αυγά στις γειτονιές και α τα πουλώ για μια δεκάρα το ένα. Μια μέρα λοιπό, εβαστούσα το πανέρι με δέκα αυγά και εξεκίνησα για να πάω αφ' το μονοπάτι, εδεκεί στο μακρινό σπίτι πούμενε ο μπάρμπα Παναής ο κουτσός. Το μονοπάτι κι εσύ α το θυμάσαι. Ήτανε γεμάτο τσικουδιές κι από κάτω τως εβάζανε πολλοί ποτίστρες και κλαδάκια, τα ποστάκια που ελέαμενε, για τα ξόβεργα. Μια μέρα, εν επήα, που λες, εκατό μέτρα στο μονοπάτι και πετάγεται ομπρός μου το Νικολιό της Πέρδικας, πού ΄χενε κρυφτεί εδεκεί κάτω αφ΄τον τοίχο για να φυλάγει τα ξόβεργα. Ήπεσενε απάνω μου το Νικολιώ κι εν επρόκαμα να φυλαχτώ κι έτσινα ήπεσεν το πανέρι κάτα γης κι εσπάσανε τ΄αυγά. Εδεκεί με πήρανε τα κλιάματα κι ορμώ το Νικολιώ και τούδωκα δέκα τουλούμια ξύλο. Γυρνά και λε μου: «Ίντα με δέρεις; Έ γλέπεις πως κρέμεται ένας ατόμαχος στο ξόβεργο και α μου τονε φα η γάτα;» Κι απαντώ του: «Κι εσύ ηστραβώθηκες α δεις με, πως βαστώ ένα πανέρι αυγά που μου τάκαμες ομελέτα; Ίντα φράγκα βρε α πάω τώρα της μάνας μου αφ΄τα αυγά; Άφηκε που α με κάμει κι ευτή τ΄αλατιού στο ξύλο.» Εδεκεί, το Νικολιό μου λε: «‘Έλα κάτσε κι εσύ κάτω απέ τον τοίχο, να γλέπομενε τα ξόβεργα κι α μοιραστούμενε στο τέλος τα πουλάκια. Εδεδέτσι α πας εσύ πουλάκια στη μάνα σου αντίς παράδες αφ΄τα΄αυγά και α της πεις πως έτσινα σε πλέρωσενε ο μπάρμπα Παναής.» Το όντι εκάτσαμενε εδεκεί καμιά ώρα και κάτι κι ημαζέψαμενε τριάντα σουιτάκια. Μούδωκεν το Νικολιώ τα δεκαπέντε, τα πήα της μάνας μου και της είπα πως είν΄η πλερωμή για τ΄αυγά. Έτσινα εγλύτωσα το ξύλο που α τρωα αλύπητα… Επεράσανε τρεις μέρες και την Κυριακή επήαμενε, όπως πάντα, με τη μάνα μου στην εκκλησά. Εβρέθηκαμενε εδεκεί στην αυλή με τον μπάρμπα Παναή τον κουτσό και λε της μάνας μου: «Ακόμη περιμένω τ΄αυγά. Εξεμώρανες κι ε μου τά στειλες;» Λε εκείνη: «Εε πως σου τάφερενε το κοπελούδι; Εσύ εξεμώρανες αφού ε θυμάσαι πως αντί παράδες τούδωκες δεκαπέντε σουίτια αφ΄τα ξόβεργα.» Εδεκείνη την ώρα εγώ ήκουσα τα ευτά κι εξέκοψα κι επήρα ένα δρομίδι κατά το σπίτι, γιατί ήγλεπα πως ή μάνα μου α μου τις βρέξει που της είπα ψόματα. Μα εν ήργησενε το όντι α γυρίσει σπίτι και με ηρχίνησενε ένα μπερτάκι κι ηφώναζενε: «Ε σου λέω βρε αχαΐρευτε πως το ψόμα φανερώνεται ό,τι και α κάμεις;» Με ‘καμενε μαύρο στο ξύλο. Ήφαα κάτι παλαμιές στο ρούδι τόσο δυνατές, που ηκόντευενε α ξεκολλήσει η κούτρα μου. Ευτυχώς εμπρόβαλενε η γιαγιά μου κι εδεκεί εκούπασεεν ο καυγάς. Αυτό ήτανε κι επεράσανε καπετά Γιώργη εξήντα πέντε χρόνια από τότες, μα έν μπορώ ακόμη α το ξεχάσω.

- Εν τω περίμενα βρε μαστρο Μαθιό πως σε ξυλοφόρτωνενε η μάνα σου έτσινα αλύπητα. Κι η δικιά μου εβαστούσενε και μια βρέγα ίδια με του δασκάλου και με το παραμικρό ήτρωα της χρονιάς μου. Μη θαρρείς, όλες οι μανάδες εδεκείνα τα χρόνια τα ίδια εκάμνανε. Σίγουρα τάχανε συφωνημένα για τον ξυλοδαρμό μαζί και με τους δασκάλους. Που λες μαστρό Μαθιό ξέρεις ίντα μου θύμησες τώρα δα με τα ξόβεργα. Ο συγχωρεμένος ο παπάς μας, ήστενενε καθημερί οξόβεργα εδεκεί σε δυο ποστάκια κοντά στην εκκλησά. Είχενε μεγάλη ανάγκη το κυνήγι γιατί εδετότες, εν είχενε ούτε μιστό, μα επερίμενενε α ζήσει τη φαμίλια του απέ τον δίσκο με καμπόσες κοσάρες και δεκάρες. Ήπαιρνενε και τα πρόσφορα με καμιά δεκάρα για τα μνημονέματα, αντέ ΄κάνα μυστήριο και κάνα τρισάγιο στα μνήματα. Λοιπό, ένα πρωί επήεναι στην εκκλησά με ένα κοπέλι το Βασίλη, και του λε: «Εργήσαμενε για τον όθρο. Εν προκάμνω α στέσω εγώ τα ξόβεργα. Πα να βάλω ομπρός. Άντε εδωνά στα πόστα και βάλε τα και φύλαγέ τα απο κρυφό μέρος.» Ήβαλεν ο παπάς «Ευλογητός» και ύστερις από δέκα λεφτά της ώρας έρχεται στο παράθυρο ο Βασίλης και του λε: «Πάτερ σήμερις μας επιάσανε τα πόστα, ο Γιάννης της Βασούλας κι άλλος ένας.» Ο παπάς ενώ ήψαλλενε μεγαλόφωνα «Του Κυρίου δεηθώμεν» γυρνά και λε του: «Πε τος πως α βγω όξω και α τους πάρω κυνήγι τους διαβόλους.» και συνέχισενε ψάλλοντας: «Τα καλά και συμφέροντα …» Η κυρά Βγερού, πού τανε στην εκκλησά απέ τα χαράματα, ήκουσενε ευτή την κουβέντα του παπά και στο τέλος της λουτουργιάς, είπενε στην Βασούλα πως ο παπάς εβλαστήμησενε το γιό της κι άλλον ένανε. Εθύμωσενε η Βασούλα κι επήενε την άλλη μέρα στο Δεσπότη και του πενε τα καθέκαστα. Σε τρεις –τέσσερις μέρες, ειδοποιήθηκενε ο παπάς να πα στον Δεσπότη. Εδεκεί πάει, κάμνει τη μετάνοιά του και φιλά το χέρι του Δεσπότη. Εκείνος του λε αγριεμένος: «Να, πάρε τούτονα το χαρτί. Γράφει πως μπαίνεις σε αργία για ένα μήνα γιατί αποκάλεσες για κάτι ξόβεργα, δυο παιδιά διαβόλους εν ώρα λειτουργίας….» Εδεκείνη την στιγμή ο παπάς αν και αποσβολόθηκενε του απαντά: «Όγιεσκε, Δέσποτα μου ε σου ταπανε σωστά. Ξέρεις ακριβώς ίντα πα; Πως έχει κυνήγι δια όλους.» Τότες ο Δεσπότης λέ του: «Α είπα κι εγώ, πως ηξέπεσενε εδεδέτσι ο παπάς να βλαστημά. Δως μου πίσω το χαρτί α το σκίσω». Έτσινα τη γλύτωσενε ο παπάς την αργία και συνέχισενε τη ζωή του με τα ξόβεργα όπως πρώτα. Πάντως επέρασενε τέτοιο τραμπάκουλο που ε λέεται. Αυτά για σήμερις. Άντε τώρα α παένομεν στις δουλειές μας γιατί με το λέε -λέε ιστορίες ήρκε το μεσημέρι και α δεν βαλώ νερό στα ζα μου, με εδετούτη τη ζέστη, α κορυτζιάσουνε.

- Ε πάω κι εγώ καπετά Γιώργη κι άλλη μέρα α ξαναπεράσω α πούμενε κι άλλα καμώματα του πρωτινού καιρού. Εν πρέπει α αργήσω άλλο, γιατί α με πιάσει η γυναίκα μου στις βρισιές αφού α καταλάβει πως εχαζολόγουμουνε σε μια πετζούλα πάλι. Κι έχει η αθεόφοβη και μια βαρειά παντόφλααα, κατάλληλη δια όλους. Άντε καλό βράδυ.

Ιάκωβος Γ. Μπριλής

Συν/χος μαθηματικός.

Ειδήσεις σήμερα

Ακολουθήστε μας στο Google News. Μπείτε στην Viber ομάδα μας και δείτε όλες τις ειδήσεις από τη Χίο και το Βόρειο Αιγαίο. Νέα συνδρομή στον έντυπο «π» - Κάθε Παρασκευή στην πόρτα σας.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ